Έλληνας συνθέτης και πολιτικός κρητικής και μικρασιατικής καταγωγής. Θεωρείται
ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες και ως μια
από τις επιδραστικότερες και σπουδαιότερες προσωπικότητες της Ελλάδας στο
δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Ως πολιτικός υπήρξε υπουργός και 5 φορές
εκλεγμένος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου, μία φορά με την Ε.Δ.Α., δύο
φορές με το Κ.Κ.Ε και δύο ως ανεξάρτητος με το ψηφοδέλτιο της Ν.Δ. Μέχρι τον
θάνατό του, θεωρούνταν ως ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας συνθέτης του 21ου
αιώνα. Είχε ασχοληθεί με πολλά είδη της μουσικής, ενώ είχε συνθέσει τον ίσως πιο
αναγνωρίσιμο ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι για την κινηματογραφική ταινία
(Zorba the Greek, 1964). Επίσης είχε ασχοληθεί με την κλασική μουσική γράφοντας
συμφωνίες, ορατόρια, μπαλέτα, όπερες, μουσική δωματίου και μουσική για σόλο
πιάνο.Συνθέσεις του έχουν ερμηνευτεί από καλλιτέχνες παγκοσμίου φήμης, όπως οι
Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ, η Τζόαν Μπαέζ και η Εντίθ Πιάφ, ενώ έχει
γράψειμουσικήγιαγνωστέςταινίεςόπως: Φαίδρα (1962), Αλέξης Ζορμπάς (1964), Ζ (19
69) και Σέρπικο (1973). Το 1970, για τη μουσική στη ταινία Ζ, του απονεμήθηκε
το βραβείο BAFTA για πρωτότυπη μουσική, ενώ ήταν υποψήφιος στην ίδια κατηγορία
του 1974, για την ταινία State of Siege, και το 1975, για την ταινία Serpico. Επίσης
ήταν υποψήφιος για Γκράμι το 1966 και το 1975 για το μουσικό θέμα των ταινιών
Ζορμπάς και Serpico αντίστοιχα. Το 1983 τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν ενώ το 2000
προτάθηκε για βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Το πιο σημαντικό του έργο θεωρείται η
μελοποιημένη ποίηση, χρησιμοποιώντας ως στίχους ποιήματα βραβευμένων ποιητών
ελληνικής και ξένης καταγωγής, όπως οι Γιάννης Ρίτσος (Βραβείο Ειρήνης Λένιν
1976), Κώστας Βάρναλης (Βραβείο Ειρήνης Λένιν 1959) Γιώργος Σεφέρης (Βραβείο
Νόμπελ Λογοτεχνίας 1963), Πάμπλο Νερούδα (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας
1971), Οδυσσέας Ελύτης (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1979). Ήταν βασική φωνή
κατά της Χούντας των Συνταγματαρχών η οποία τον φυλάκισε και απαγόρευσε τα
τραγούδια του. Απεβίωσε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021 σε ηλικία 96 ετών και τάφηκε, σύμφωνα με την
τελευταία του επιθυμία, στον Γαλατά Χανίων, στην Κρήτη.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός, πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας (1828-1831). Γεννήθηκε στην Κέρκυρα, σπούδασε ιατρική και νομική στην Ιταλία και υπηρέτησε ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο το 1831.
Ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός που ήταν δικτάτορας της Ελλάδας από το 1936 μέχρι τον θάνατό του το 1941. Κυβέρνησε συνταγματικά τους πρώτους τέσσερις μήνες της θητείας του και στη συνέχεια ως ισχυρός αρχηγός του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου μετά τον διορισμό του από τον βασιλιά Γεώργιο Β'.
Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως μέλος του Γενικού Επιτελείου. Μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου (1899-1903), όπου τον έστειλε ο τότε Διάδοχος Κωνσταντίνος. Μετά το Κίνημα στο Γουδί μετατέθηκε στη Λάρισα, αλλά οι στρατιωτικές του ικανότητες και η εύνοια του διαδόχου τον επανέφεραν σύντομα στο προσκήνιο. Από το 1910 έως το 1912 ήταν πρώτος υπασπιστής του Ελευθέριου Βενιζέλου, ως υπουργού Στρατιωτικών. Ήταν κορυφαίο στέλεχος του Γενικού Επιτελείου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και έπειτα υπαρχηγός του έως τον Αύγουστο του 1916. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο την περίοδο του Εθνικού Διχασμού το διάστημα 1914-1917 και γι'αυτό εξορίστηκε από τους Γάλλους στην Κορσική το 1917. Δραπέτευσε και έμεινε στην Ιταλία μέχρι την επικράτηση των φιλοβασιλικών στις εκλογές τον Νοέμβριο του 1920. Επέστρεψε στην Ελλάδα, προήχθη σε υποστράτηγο και αποστρατεύθηκε, αρνήθηκε όμως να λάβει μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Ο Κίτσος Μακρής γεννήθηκε στη Λάρισα το 1917 και από το 1926 ως το θάνατό του, κατοικούσε στο Βόλο.
Εμβλημα που χρησιμοποιούσε ο Κίτσος Μακρής για τη σφράγιση των βιβλίων
Εμβλημα που χρησιμοποιούσε ο Κίτσος Μακρής για τη σφράγιση των βιβλίων.
Από το 1937 άρχισε τις έρευνες για τη λαϊκή τέχνη, αφορμή για τις οποίες στάθηκε μια παραίνεση του καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης Δημ. Ευαγγελίδη να ασχοληθεί με το Θεόφιλο, που είχε ζήσει και δουλέψει στο Βόλο. Το 1939 εκδίδεται το πρώτο βιβλίο “Ο Ζωγράφος Θεόφιλος”, που υπήρξε η πρώτη ελληνική μελέτη για το θέμα αυτό. Με τη βοήθεια της γυναίκας του Κυβέλης, που είναι φωτογράφος, αποτύπωνε τα μνημεία της λαϊκής τέχνης του Πηλίου, βαδίζοντας πολλές φορές από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι στην αναζήτηση τόσο των λαϊκών στοιχείων όσο και των λαϊκών καλλιτεχνών. Από την νεανική του ηλικία ήταν δραστήριο μέλος του σωματείου “Φίλοι των Γραμμάτων” και αρθρογραφούσε στη φιλολογική στήλη της εφημερίδας “Η Θεσσαλία”. Την ίδια εποχή δούλευε και σαν τυπογράφος στην επιχείρηση του πατέρα του.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ Νέων και υπεύθυνος του καλλιτεχνικού τμήματος της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας. Την άνοιξη του 1944 ανέβηκε στα ορεινά της Καρδίτσας, μαζί με άλλους αγωνιστές, και εκεί παντρεύτηκε την Κυβέλη Ζημέρη. Το 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία και μετά, για μεγάλο χρονικό διάστημα έζησε στην Αθήνα, επειδή στο Βόλο, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, δεν μπορούσε να αναπτύξει ελεύθερα τις δραστηριότητές του.
Γυρίζοντας στο Βόλο πρωτοστάτησε στην ίδρυση της “Δημοκρατικής Συνεργασίας” και από το 1955 ως το 1964 εξελέγη τρεις φορές Δημοτικός Σύμβουλος. Το 1955, μετά τους σεισμούς στη Μαγνησία, αγωνίστηκε για τη διάσωση των θησαυρών του λαϊκού μας πολιτισμού με κίνδυνο πολλές φορές της ζωής του.
Από το 1964 ως το 1982 υπήρξε Διευθυντής του παραρτήματος της Θεσσαλίας του Εθνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας, εκτός από την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) οπότε απολύθηκε. Τα χρόνια εκείνα έζησε ζωγραφίζοντας κεραμεικά στο κατάστημά του, τη "Γωνιά Τέχνης". Ηταν μέλος της "Διεθνούς Ενωσης Τεχνοκριτών", της "Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών", της "Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας", μέλος του Δ.Σ. της "Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης" και Πρόεδρος του "Συνδέσμου Φιλίας Ελλάδας-Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας". Επίσης ήταν πρόεδρος του Ελληνικού τμήματος του ICOMOS.
Ο Κίτσος Μακρής ταξίδευε σε ολόκληρη την Ελλάδα, αναζητώντας τις αλληλεπιδράσεις και εξελίξεις στη λαϊκή μας τέχνη. Τα τελευταία χρόνια επεξέτεινε τις έρευνές του στη μελέτη της λαϊκής τέχνης των χωρών της Βαλκανικής και τις αλληλεπιδράσεις της με αυτή του Ελλαδικού χώρου. Είχε περισσότερη εξειδίκευση στο λαϊκό εικαστικό έργο, προχωρώντας στη διεύρυνση του οικονομικού και κοινωνικού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το λαϊκό καλλιτεχνικό οικοδόμημα.
Διέδοσε το έργο του με περισσότερες από 450 διαλέξεις και μαθήματα σε ολόκληρη την Ελλάδα, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε εφημερίδες και περιοδικά. Εκανε πολλές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Πήρε μέρος σε 30 περίπου συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Διοργάνωσε εκθέσεις για τη λαϊκή τέχνη του Πηλίου στη Γενεύη, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο και αλλού. Εξέδοσε 47 βιβλία και μελέτες, πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν στην Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική και Σερβική γλώσσα.
Για το έργο του τιμήθηκε με τον Επαινο της Ακαδημίας Αθηνών το 1956, με το Κρατικό Βραβείο Μελέτης το 1960, με το Παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Φοίνικος το 1965, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1976, με το Χρυσό Μετάλλιο Φιλίας των Λαών Ελλάδας και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1984, με τιμητική διάκριση από το Δήμο Βόλου το 1987. Τέλος το 1987 ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το 1986 ήταν υποψήφιος Δήμαρχος Βόλου με το συνδυασμό της "Δημοκρατικής Κίνησης" και Δημοτικός Σύμβουλος ως το θάνατό του.
Πέθανε ξαφνικά στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1988, έχοντας πολλά ακόμα να προσφέρει τόσο στη Λαογραφία, όσο και στην πνευματική και πολιτιστική ζωή του τόπου μας.
Ο Νίκος Καββαδίας (Νίκολσκι Ουσουρίσκι, Μαντζουρία, 1910 - Αθήνα 1975) ήταν ένα από τα τρία παιδιά του Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέα Αγγελάτου.
Ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το τσαρικό στρατό. Μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας του παρέμεινε στη Ρωσία ως το 1921, όταν επέστρεψε και αυτός στην Ελλάδα κατεστραμμένος οικονομικά.
Η οικογένεια μετά το Αργοστόλι εγκαταστάθηκε στον Πειραιά όπου ο Καββαδίας ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Εκεί άρχισε συνεργασία με διάφορα φιλολογικά περιοδικά.
Ο θάνατος του πατέρα του, το 1938, τον ανάγκασε να στραφεί στο ναυτικό επάγγελμα και από το 1929-1936 ταξίδευε συνεχώς.
Το 1938 κλήθηκε στο Στρατό. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε ως ασυρματιστής.. Το 1941, σύμφωνα με το υλικό του αρχείου, απέκτησε προσωρινό δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητού Β τάξεως, το 1947 δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητού Β τάξεως και το 1953 δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητου Α τάξεως.
Την περίοδο 1954 -έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ταξίδευε συνεχώς.
Πέθανε στην Αθήνα το 1975 από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Κορυφαίος πολιτικός και διπλωμάτης. Υπηρέτησε ως υπουργός των εξωτερικών της Ρωσίας (1815-1822), το 1827 εκλέχθηκε κυβερνήτης της Ελλάδας και το 1831 δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο χωρίς να προλάβει να υλοποιήσει το ανορθωτικό πρόγραμμά του.